Μεγαλώνει η συζήτηση σχετικά με το «Σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου ενηλίκων», καθώς αρκετοί θεωρούν πως η πάθηση αυτή εμφανίστηκε μετά την πανδημία.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι αληθές, καθώς το «Σύνδρομο Αιφνίδιου Θανάτου Ενηλίκων» ή πιο σωστά το «Σύνδρομο Αιφνίδιου Θανάτου από Αρρυθμία» είναι μία πάθηση που υπάρχει εδώ και δεκαετίες.
Συγκεκριμένα το Σύνδρομο Αιφνίδιου Θανάτου από Αρρυθμία (Sudden Arrhythmia Death Syndrome – SADS) εμφανίζεται όταν η καρδιά ενός ατόμου φαίνεται να σταματά χωρίς αιτία, συχνά μάλιστα σε άτομα που φαίνονται να είναι απολύτως υγιή.
Όπως αναφέρει το καναδικό healthing.ca, το SADS εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με το CDC να το ονομάζει «σύνδρομο αιφνίδιου, απροσδόκητου νυχτερινού θανάτου».
«Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους απροσδόκητους θανάτους σε νέους, που εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα ηλικίας κάτω των 40 ετών», δήλωσε το Βασιλικό Αυστραλιανό Κολλέγιο Γενικών Ιατρών.
Επίσης, ο όρος χρησιμοποιείται όταν η νεκροψία δεν μπορεί να βρει μια προφανή αιτία θανάτου.
Τα σημάδια που χτυπούν «καμπανάκι»
Το Ίδρυμα SADS που εδρεύει στις ΗΠΑ, έχει γνωστοποιήσει ότι περισσότεροι από τους μισούς από τους 4.000 ετήσιους θανάτους παιδιών, εφήβων ή νεαρών ενηλίκων από SADS έχουν ένα από τα δύο κορυφαία προειδοποιητικά σημάδια.
Αυτά τα περιλαμβάνουν οικογενειακό ιστορικό διάγνωσης SADS ή ξαφνικό ανεξήγητο θάνατο ενός μέλους της οικογένειας και λιποθυμία ή επιληπτικές κρίσεις κατά τη διάρκεια της άσκησης ή όταν είστε ενθουσιασμένοι ή ξαφνιασμένοι.
Πέρυσι, μια 31χρονη γυναίκα, η Catherine Keane, πέθανε στον ύπνο της ενώ ζούσε με δύο φίλους της στο Δουβλίνο. Η μητέρα της, είπε μιλώντας στην Irish Mirror: «Όλοι δούλευαν από το σπίτι, οπότε κανείς δεν έδωσε σημασία όταν η Catherine δεν κατέβηκε για πρωινό».
Της έστειλαν μήνυμα στις 11.20 και όταν δεν απάντησε, έλεγξαν το δωμάτιό της, όταν κατάλαβαν ότι είχε φύγει από τη ζωή. Η γυναίκα δήλωσε ότι η κόρη της «πήγαινε στο γυμναστήριο και περπατούσε 10.000 βήματα κάθε μέρα».
«Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι «έφυγε» στον ύπνο της και δεν είχε πόνο. Πάντα ανησυχούσα για τα παιδιά μου όταν οδηγούσαν με το αυτοκίνητο στον δρόμο. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έχανα ένα από τα παιδιά μου».