Ηταν μία από τις πιο δύσκολες εφημερίες της στη ΜΕΘ COVID του γενικού νοσοκομείου Πατρών «Αγιος Ανδρέας». Μία από τις πολλές. Ενας άρρωστος, 42 ετών, πέθανε μέσα στη νύχτα από πνευμονική εμβολή. Προτού η γιατρός πάρει ανάσα από τις προσπάθειες ανάταξης, ενημερώθηκε ότι θα γινόταν μια νέα, εσπευσμένη μεταφορά νοσηλευομένου. Ο ασθενής ήρθε μπρούμυτα, γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει σε ύπτια θέση. Επρεπε να διασωληνωθεί άμεσα, αλλά οι ανατομικές συνθήκες ήταν δυσχερείς. Εκείνο το βράδυ δεν υπήρχε δεύτερος γιατρός στο τμήμα, αλλιώς δεν θα έβγαιναν οι βάρδιες του μήνα. Τι θα γινόταν αν λιποθυμούσε από την κούραση, αν της ερχόταν ζαλάδα, πώς θα μπορούσε να ανταποκριθεί; Κάθε λεπτό ήταν κρίσιμο.
«Αυτή η μοναξιά που ζήσαμε δεν αντέχεται. Να εφημερεύει ένας και να πρέπει να διαχειριστεί τον συναισθηματικό και τον πραγματικό φόρτο, την κόπωση, τη δυσκολία να πάρει μια απόφαση χωρίς κάποιον άλλο δίπλα για συμβουλή», λέει στην «Κ» η αναισθησιολόγος – εντατικολόγος Πατρούλα Μανωλοπούλου. Μέσα στην πανδημία της COVID-19, η ίδια και συνάδελφοί της (αρκετοί εξ αυτών, όπως τονίζει, άνω των 50 ετών) είχαν φτάσει, σε περιόδους κορύφωσης των κυμάτων, να κάνουν από 10 έως και 13 εφημερίες τον μήνα. «Πολλές φορές μετά την εφημερία δεν φεύγαμε, γιατί ήταν αυξημένες οι απαιτήσεις. Κάναμε παραπάνω εφημερίες από αυτές που θα έπρεπε κανονικά για να μπορούμε να ξεκουραζόμαστε και να λειτουργούμε με ορθή κρίση ως γιατροί. Δεν ήταν ηρωισμός. Ηταν ανάγκη. Κολυμπούσαμε μέσα σε αυτή τη δίνη».
Η κ. Μανωλοπούλου παραιτήθηκε από το Εθνικό Σύστημα Υγείας στα 59 της, και από τον περασμένο Νοέμβριο εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στην Κύπρο. Και άλλοι συνάδελφοί της ακολούθησαν την ίδια οδό, είτε για να ιδιωτεύσουν είτε για να συνεχίσουν σε νοσηλευτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Ο πρόσθετος φόρτος εργασίας σε ένα ήδη υποστελεχωμένο σύστημα και η αναντιστοιχία των αμοιβών σε σχέση με τις προσφερόμενες υπηρεσίες ήταν οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν στη φυγή ή σε κάποιες περιπτώσεις την επέσπευσαν – η μετανάστευση Ελλήνων γιατρών άλλωστε είναι μια τάση που προϋπάρχει της COVID-19. Δεν ήταν όμως οι μόνες αφορμές. Κοινή συνισταμένη στις ιστορίες των γιατρών που μίλησαν στην «Κ» είναι το αίσθημα ματαίωσης που βίωσαν στην Ελλάδα, πιο έντονα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
«Δεν έφυγε μεγάλος όγκος γιατρών μόλις άρχισε η πανδημία, δεν ήταν λιποταξία. Πολλοί έφυγαν μετά τον ενάμιση χρόνο. Πέσαμε στη μάχη, πολεμήσαμε», λέει η κ. Μανωλοπούλου. «Οι επαγγελματίες υγείας φώναζαν εδώ και χρόνια ότι δεν φτάνουμε, ότι συνταξιοδοτείται προσωπικό και δεν αντικαθίσταται. Το ΕΣΥ ήταν αποδυναμωμένο και η πανδημία έδειξε τη γύμνια του».
«Συνεχώς στο “κόκκινο”»
Στην Κύπρο και στο νοσοκομείο Τροόδους εργάζεται εδώ και έξι μήνες και ο παθολόγος Γιώργος Καλογερόπουλος, ο οποίος προηγουμένως ήταν επιμελητής Β΄ στον «Αγιο Ανδρέα» της Πάτρας. «Δεν ήταν εύκολη απόφαση, γιατί άφηνα μια μόνιμη θέση στο ελληνικό Δημόσιο», λέει. «Εχεις την αίσθηση ότι μάχεσαι σε δύσκολες συνθήκες και αυτό σε κάνει καλύτερο γιατρό, δένεσαι με τους συναδέλφους. Αν κάνεις όμως μια ψύχραιμη ανάλυση, βλέπεις ότι ο Ελληνας γιατρός είναι από τους χειρότερα αμειβόμενους στην Ευρώπη, ενώ δουλεύει στο “κόκκινο” συνεχώς».
Οσο βρισκόταν στην Ελλάδα έπρεπε –πέρα από τις υποχρεώσεις του στην Πάτρα– να πραγματοποιεί εφημερίες και στο νοσοκομείο Πύργου δύο φορές τον μήνα για να καλύψει τα κενά που υπήρχαν εκεί από παραιτήσεις γιατρών. Οπως αναφέρει ο ίδιος, μέσα στην πανδημία έφυγαν για την Κύπρο, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον δύο ακτινολόγοι, ένας ωτορινολαρυγγολόγος και ένας ορθοπεδικός από την περιοχή της Αχαΐας. Ενας εξ αυτών θέλησε να μιλήσει στην «Κ» ανώνυμα. Ανέφερε ότι στην Ελλάδα ήταν επικουρικός γιατρός και ότι η πανδημία ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» σε σχέση με το πώς διαμορφώθηκαν οι εργασιακές συνθήκες.
Γιατί Ελληνες γιατροί παραιτήθηκαν μέσα στην πανδημία – «Δεν είμαστε λιποτάκτες, αλλά…».
«Ξαφνικά έπρεπε να κάνουμε τόσες άλλες δουλειές, άσχετες με την ειδικότητά μας. Εκτός από δέκα εφημερίες έκανα βάρδιες σε εμβολιαστικό κέντρο και ταυτόχρονα όλη τη γραφειοκρατία της COVID-19. Σε κάποιες περιπτώσεις έκανα και ιχνηλάτηση ασθενών οι οποίοι έβγαιναν θετικοί σε προεγχειρητικό έλεγχο και έπρεπε να τους ειδοποιήσω», λέει. «Οσοι θέλαμε να δουλέψουμε στο ΕΣΥ τα κάναμε όλα αυτά για μοριοδότηση, για να διεκδικήσουμε κάποια στιγμή μόνιμη θέση. Πότε θα ανοίξει όμως αυτή η θέση; Δεν ξέρεις πότε θα διοριστείς».
Αν και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν άμεσα διαθέσιμοι συνολικοί αριθμοί που αποτυπώνουν τις παραιτήσεις γιατρών από το ΕΣΥ σε όλη τη χώρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Αννα Μαστοράκου, αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, αναγνωρίζει την ανησυχητική τάση. «Εχουμε επισημάνει ότι το εργασιακό φορτίο είναι μεγάλο και το περιβάλλον αρκετά δυσμενές. Εχει μείνει πίσω η εκπαίδευση, η αξιοπρεπής αμοιβή. Παραιτήθηκαν άνθρωποι που κατείχαν κομβικές θέσεις», τονίζει.
«Διαρκής ματαίωση»
Η κ. Μανωλοπούλου ήταν και πρόεδρος στην επιτροπή λοιμώξεων του νοσοκομείου στην Πάτρα. Οπως επισημαίνει, όταν προέκυψε ένας σημαντικός αριθμός ανεμβολίαστων υγειονομικών οι οποίοι θα έβγαιναν σε αναστολή εργασίας, δεν υπήρχε κάποιο οργανωμένο πλάνο άμεσης κάλυψης των κενών. «Υπήρχε μια διαρκής ματαίωση», λέει. «Πάλευες για να έχεις τον εξοπλισμό, για να υπάρχει βοηθητικό προσωπικό, έλεγες ότι χρειάζονται καθαρίστριες. Στην Κύπρο η δουλειά είναι περισσότερη αλλά ο κόπος μικρότερος». Μπορεί οι κλίνες στη μονάδα όπου εργάζεται να είναι περισσότερες, δεν ασχολείται όμως πλέον με άλλα ζητήματα που θα απορροφήσουν ενέργεια από το ιατρικό έργο.
Ακόμη, η μισθολογική διαφορά δεν είναι αμελητέα. Στην Κύπρο, όπως εξηγεί η έμπειρη γιατρός, το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών είναι τουλάχιστον τρεις φορές μεγαλύτερο σε σχέση με την Ελλάδα. Στη χώρα μας οι πρόσθετες εφημερίες που έπρεπε να πραγματοποιήσουν οι γιατροί οδηγούσαν σε επιπλέον φορολογική επιβάρυνση. Υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση, όπως λέει, ότι το «σύστημα τους τιμωρούσε».
Παράλληλα, το ποσοστό θνητότητας στις ΜΕΘ είναι πιο χαμηλό εκεί όπου εργάζεται η κ. Μανωλοπούλου σήμερα, προσφέροντας και μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση στους γιατρούς. Οπως αναφέρει, στην Πάτρα η αναλογία που είχαν ήταν ένας νοσηλευτής για 4 ασθενείς, ενώ στη Λευκωσία η αντιστοιχία είναι ένας νοσηλευτής για 1,5 ασθενή. Οταν χρειάστηκαν πρόσθετους αναπνευστήρες, στην Κύπρο εξοπλίστηκαν άμεσα με 40 νέα μηχανήματα, ενώ στην Ελλάδα παραλάμβαναν νέες συσκευές συνήθως από ξεχωριστές δωρεές, χωρίς ομοιογένεια, και έπειτα έπρεπε να εκπαιδευτούν σε αυτές.
Οσο καιρό εργαζόταν στην Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος της επιβάρυνσης. Ενιωθε την κόπωση, όπως λέει, αλλά κατάλαβε τη διαφορά όταν ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα διαφορετικό σύστημα υγείας. «Ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι θα φύγω από το ΕΣΥ. Μου άρεσε και μου αρέσει η δουλειά μου, για αυτό δεν πήγα στον ιδιωτικό τομέα», λέει. «Δεν με έδιωξε πρωτίστως η κόπωση, αλλά η ανάγκη να δουλέψω κάπου οργανωμένα».