Εγκληματική οργάνωση, όπου συμμετείχαν και δεκάδες γιατροί και η οποία προκάλεσε ζημιά εκατομμυρίων στον ΕΟΠΥΥ από ψευδείς συνταγογραφήσεις υγειονομικού υλικού, εξάρθρωσε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας.
Για την υπόθεση συνελήφθησαν συνολικά 13 μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων τα αρχηγικά μέλη, η λογίστρια της οργάνωσης και δύο γιατροί. Στη δικογραφία -κακουργηματικού χαρακτήρα- που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται ακόμα 65 άτομα, εκ των οποίων 54 γιατροί και ιδιοκτήτρια Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων. Το παράνομο οικονομικό όφελος για την οργάνωση και αντίστοιχα η ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει τα 5.000.000 ευρώ.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, τουλάχιστον από τον Απρίλιο του 2015 οι εμπλεκόμενοι συγκρότησαν επιχειρησιακά δομημένη εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση και διακριτούς ρόλους, για τη διάπραξη απατών και την έκδοση ψευδών βεβαιώσεων σε βάρος του ΕΟΠΥΥ, καθώς και για τη νομιμοποίηση των εσόδων τους από τις εγκληματικές τους δραστηριότητες.
Συγκεκριμένα τα μέλη της οργάνωσης προέβαιναν μέσω γιατρών στη συστηματική έκδοση ψευδών συνταγογραφήσεων υγειονομικού υλικού (κυρίως καθετήρων και αερίου οξυγόνου) σε ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ και στη συνέχεια, μέσω κατάλληλης υποδομής που είχαν διαμορφώσει, πετύχαιναν την εξαπάτηση του ΕΟΠΥΥ και την αποζημίωσή τους για τις εν λόγω συνταγογραφήσεις.
Στις συνταγές, είτε αναγραφόταν υγειονομικό υλικό χωρίς να έχουν εξεταστεί οι φερόμενοι ως ασθενείς, είτε συνταγογραφούνταν υγειονομικό υλικό διαφορετικό από αυτό που απαιτούσε η πάθησή τους, το οποίο αποζημιωνόταν σε πολλαπλάσια τιμή.
Τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους και να ελαχιστοποιήσουν την κρατική παρέμβαση και τους ελέγχους των αρμόδιων Αρχών, εκμεταλλεύτηκαν το δίκτυο διανομής που είχαν αναπτύξει, καθώς και την ήδη υπάρχουσα δομή και οργάνωση εταιρειών που κατείχαν.
Στη συνέχεια συνέστησαν και άλλες εταιρείες -είτε δικές τους είτε «αχυρανθρώπων»- συγκαλύπτοντας έτσι την παράνομη δραστηριότητά τους και ενσωματώνοντάς την στη νόμιμη λειτουργία των εταιρειών, ώστε να παρουσιάζουν συνολικά μια συνήθη και νόμιμη δραστηριότητα.
Από την έρευνα αποκαλύφθηκε δίκτυο έξι εταιρειών και ατομικών επιχειρήσεων που ανήκουν στα μέλη της οργάνωσης και μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν η εκτέλεση των συνταγογραφήσεων και η νομιμοποίηση των εγκληματικών της εσόδων.
Επιπλέον εντοπίστηκαν άλλες 11 εικονικές εταιρείες και ατομικές οντότητες, χωρίς πραγματική δραστηριότητα, που εμφανίζονταν ως προμηθευτές του δικτύου, προκειμένου να προσδίδουν νομιμοφάνεια στις συναλλαγές τους και να δικαιολογούν το ιατρικό υλικό για το οποίο αποζημιώνονταν από τον ΕΟΠΥΥ και φαινομενικά παρείχαν στους ασφαλισμένους.
Ταυτόχρονα, με αυτόν τον τρόπο απέφευγαν συστηματικά την απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας και φόρου εισοδήματος και για τον σκοπό αυτό είχαν εκδοθεί εικονικά τιμολόγια συνολικής αξίας άνω των 13.000.000 ευρώ.
Τη στρατολόγηση γιατρών και τη σταδιακή ένταξή τους στο εγκληματικό δίκτυο είχαν αναλάβει μέλη της οργάνωσης, τα οποία είχαν διαχωρίσει γεωγραφικά την Αττική σε τομείς ανάλογα με την κάθε περιοχή και τα εκεί υφιστάμενα μεγάλα νοσοκομεία.
Για τον σκοπό αυτό επικοινωνούσαν με τους γιατρούς του τομέα τους, έστελναν τους Αριθμούς Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) των ασφαλισμένων στους οποίους έπρεπε να γίνει η συνταγογράφηση και λάμβαναν τις εκδοθείσες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδαν στα αρχηγικά μέλη προς εκτέλεση μέσω των εταιρειών τους.
Επιπλέον προέβαιναν στις δωροδοκίες των γιατρών με την καταβολή μετρητών. Το ύψος του ποσού της δωροδοκίας κυμαινόταν ανάλογα με την ειδικότητα των γιατρών, το είδος του υγειονομικού υλικού και το αν ο γιατρός ήταν ιδιώτης ή υπηρετούσε σε δημόσιο νοσοκομείο.
Τα έσοδα από την παράνομη δραστηριότητά τους απορροφούνταν από το υφιστάμενο δίκτυο επιχειρήσεων και αναμειγνύονταν στους ίδιους τραπεζικούς λογαριασμούς όπου πιστώνονταν τα κέρδη από τη νόμιμη δραστηριότητά τους.
Εκτός των λογαριασμών των αρχηγικών μελών και των εταιρειών τους, χρησιμοποιούνταν και τραπεζικοί λογαριασμοί άλλων μελών, στους οποίους, μέσω των συνεχών μεταφορών των ίδιων ποσών, επιχειρούνταν η απόκρυψη της ροής και της προέλευσής τους.
Τα χρήματα στη συνέχεια είτε επενδύονταν πίσω στις εταιρείες μέσω της επέκτασης της νόμιμης δραστηριότητάς τους (σύσταση νέων υποκαταστημάτων, μίσθωση χώρων κ.ά.), αναπτύσσοντας κατά αυτόν τον τρόπο το εγκληματικό τους δίκτυο, είτε ξοδεύονταν σε τυχερά παίγνια και άλλες δαπάνες.
Επίσης, στο πλαίσιο της έρευνας, εντοπίστηκαν και τέσσερις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων στην περιοχή της Αττικής από όπου τα μέλη της οργάνωσης αντλούσαν τα ΑΜΚΑ που χρησιμοποιούσαν.
Η αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο συντονισμένης αστυνομικής επιχείρησης προχθές, Τρίτη 29 Ιουνίου 2021, και κατά τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκαν μεταξύ άλλων και κατασχέθηκαν:
– 246.980 ευρώ.
– Δύο πιστόλια κρότου λάμψης, κυνηγετική καραμπίνα και 517 φυσίγγια διάφορων τύπων.
– Κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ψηφιακά μέσα αποθήκευσης.
– Πλήθος τιμολογίων, παραστατικών και ιδιόχειρων σημειώσεων.
Οι συλληφθέντες με την κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκαν σε κύρια ανάκριση.